- ζημιωτικός
- ζημι-ωτικός, ή, όν,A likely to suffer loss, Vett.Val.67.19, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζημιωτικός — ζημιωτικός, ή, όν (Α) [ζημιώ] αυτός που ενδέχεται να υποστεί βλάβη … Dictionary of Greek
ζημιωτικός — likely to suffer loss masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιωτικούς — ζημιωτικός likely to suffer loss masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)